- καλοποιέω
- делать добро, творить добро.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
καλοποιήσει — καλοποιέω do good aor subj act 3rd sg (epic) καλοποιέω do good fut ind mid 2nd sg καλοποιέω do good fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιεῖν — καλοποιέω do good pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιοῖς — καλοποιέω do good pres opt act 2nd sg (attic epic doric) καλοποιός making beautiful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιοῦντες — καλοποιέω do good pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιῆσαι — καλοποιέω do good aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιῶν — καλοποιέω do good pres part act masc nom sg (attic epic doric) καλοποιός making beautiful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)